Η απόφαση Τσίπρα είναι επιταχυντής πολιτικών εξελίξεων
Πε 9/10/2025

Η κοινωνία θα μας ξεπεράσει αν δεν ενωθούμε στην Κεντροαριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο καταλύτης της ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου.
Ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κοντά στον Αλέξη Τσίπρα.
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο διαλύει δικαιώματα δεκαετιών.
Η κυβέρνηση βαφτίζει “ευελιξία” την εκμετάλλευση των εργαζομένων.
«Το νέο εργασιακό Νομοσχέδιο, ακολουθεί μια σειρά Νόμων που έχουν ήδη ψηφιστεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και αναφέρομαι στους νόμους Βρούτση, Χατζηδάκη και Άδωνι Γεωργιάδη, που απορρυθμίζουν περαιτέρω τις εργασιακές σχέσεις και τα δικαιώματα των Ελλήνων εργαζομένων. Είναι ένα νομοσχέδιο περαιτέρω ευελιξίας, επισφάλειας για τους εργαζόμενους και εντατικοποίησης της δουλειάς τους.
Το πνεύμα αυτού του Νομοσχεδίου είναι συνέχεια του πνεύματος που ακολούθησε η κυβέρνηση από την πρώτη μέρα που ανέλαβε. Σας θυμίζω ότι το 2019 το πρώτο Νομοσχέδιο που έφερε στη Βουλή ήταν το εργασιακό, για τις απολύσεις, το αναιτιολόγητο αυτών και άλλες ρυθμίσεις που δεν είχε τολμήσει ούτε η τρόικα του εξωτερικού, ούτε η τρόικα του εσωτερικού υπό τον ΣΕΒ και άλλες εργοδοτικές οργανώσεις.
Η προσέγγιση της Νέας Δημοκρατίας είναι ιδεοληπτική, πιστεύοντας πως η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και η παραγωγικότητα της εργασίας μπορούν να αυξηθούν μέσα από την εντατικοποίηση της δουλειάς και τα φθηνά εργατικά χέρια. Αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται, πως όχι μόνο η παραγωγικότητα της εργασίας δεν αυξάνεται και δεν συγκλίνει με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αντιθέτως, η απόκλιση διευρύνεται.
Αυτό αποτυπώνεται και από τους δείκτες. Έχουμε τις περισσότερες ώρες εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Ο μέσος όρος για τους Έλληνες εργαζόμενους είναι 1.871 ώρες ετησίως, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι 1.560 ώρες.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιμένει ουσιαστικά να κάνει ένα δώρο στους μεγάλους εργοδότες, βλέποντας κοντόφθαλμα, κάτι που μακροπρόθεσμα θα επιφέρει μαύρα χρόνια για την προοπτική της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Η «ευελιξία» που ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι δίνει στους εργαζόμενους και ότι τους προσφέρει μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, δεν ισχύει.
Ο Νόμος 5078 αναφέρεται στη «βούληση του εργαζόμενου» να επιλέξει δύο εργοδότες, κάτω βέβαια από τις ανάγκες διαβίωσής του και της οικογένειάς του. Σήμερα, με τη νέα διάταξη, επιβάλλεται ουσιαστικά να απασχοληθεί έως και 13 ώρες την ημέρα, εφόσον υποτίθεται το επιθυμεί και ο ίδιος, σε έναν εργοδότη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μία σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, το αδύναμο μέρος είναι ο εργαζόμενος. Οι ανάγκες της ζωής τον υποχρεώνουν να ακολουθεί τη βούληση ενός ασύδοτου ενδεχομένως, εργοδότη και δεν έχει πλέον μέσα προστασίας πέρα από την ατομική σύμβαση, αφού οι συλλογικές συμβάσεις και το συνδικάτο του δεν μπορούν να τον καλύψουν.
Έχουμε φτάσει στην εποχή που τα συνδικάτα, αφού έχασαν το σημαντικότερο εργαλείο τους, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, να μην έχουν πλέον ουσιαστικό ρόλο. Η συνδικαλιστική δράση και το όπλο της απεργίας αφαιρούνται από τα χέρια των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να παλεύουν μόνοι απέναντι σε έναν ασύδοτο εργοδότη, με μία ατομική σύμβαση εργασίας.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης, ότι αν ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να δουλέψει 13 ώρες, η όποια απόλυσή του είναι άκυρη λόγω βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας, δεν στέκει στην πραγματικότητα. Διότι μετά και το αναιτιολόγητο των απολύσεων που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση το 2019, υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να απολυθεί κάποιος. Ακόμη κι αν κινηθεί δικαστικά, κάτι που σπάνια συμβαίνει, λόγω κόστους, ταλαιπωρίας και του φόβου της στοχοποίησης σε μια μικρή αγορά.
Δεν είναι μόνο το 13ωρο. Είναι και η εκ νέου διευθέτηση του χρόνου εργασίας από την κυβέρνηση. Κάτι που θα έπρεπε να είναι στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, μέσα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με αναφορά πλέον στην εβδομάδα και την επέκτασή της σε όλο το έτος και όχι στο εξάμηνο όπως ίσχυε έως σήμερα, θα οδηγήσει τον εργαζόμενο σε περισσότερες, απλήρωτες ώρες απασχόλησης. Όπως φαίνεται και από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν χθες, περίπου το 75% των Ελλήνων εργαζομένων κάνουν υπερωρίες μέσα στην εβδομάδα.
Και μιλάμε για απλήρωτες υπερωρίες, διότι με τη ρύθμιση Χατζηδάκη, προβλεπόταν ότι ο εργαζόμενος θα έπαιρνε τα ρεπό του, απασχολούμενος 10 ώρες την ημέρα χωρίς υπερωριακή αμοιβή. Αυτό τώρα επεκτείνεται ακόμη περισσότερο, τόσο σε επίπεδο εβδομάδας, όσο και σε επίπεδο έτους. Έτσι, γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η κατάσταση για τον εργαζόμενο, ο οποίος θα καλείται να εργαστεί χωρίς να πληρώνεται υπερωριακά.
Ζητήσαμε με πρωτοβουλία του Προέδρου μας Σωκράτη Φάμελλου, να αποσυρθεί το Νομοσχέδιο. Κάναμε κάλεσμα και στα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά δυστυχώς το ΠΑΣΟΚ δεν ανταποκρίθηκε. Παρεμβήκαμε στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων και ζητήσαμε από την κα Κεραμέως να αποσυρθεί τώρα το Νομοσχέδιο, ώστε να ξεκινήσει συζήτηση από μηδενική βάση πάνω στα μεγάλα προβλήματα και τις ανάγκες των εργαζομένων.
Το ΠΑΣΟΚ, αν και ισχυρίζεται ότι θα καταψηφίσει άρθρα του Νομοσχεδίου, δεν στήριξε το αίτημά μας για απόσυρση. Θεωρούμε ότι πρέπει οι κοινωνικοί εταίροι και τα κόμματα να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι για να δούμε τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις, να απαλειφθούν διατάξεις όπως αυτή των διήμερων συμβάσεων απασχόλησης και της κατάτμησης της άδειας αναψυχής σε τέσσερα τμήματα.
Η τοποθέτηση του κ. Φάμελλου τις προηγούμενες ημέρες, ήταν ξεκάθαρη σε σχέση με τη τελευταία σημαντική πολιτική απόφαση του Αλέξη Τσίπρα. Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το Συνέδριό του, έχει λάβει την απόφαση να αποτελέσει τον καταλύτη για την ανασύνθεση του χώρου της κεντροαριστεράς, με ένα κάλεσμα προς τις υπόλοιπες προοδευτικές δυνάμεις.
Ωστόσο μέχρι σήμερα, αυτές οι δυνάμεις δεν έχουν ανταποκριθεί και αυτό αποτελεί πρόβλημα για τον κατακερματισμένο δημοκρατικό, προοδευτικό χώρο. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα αυτιά και τα μάτια μας σε αυτά που ζητά η κοινωνία και κυρίως ο προοδευτικός κόσμος που λέει, «βρείτε τα, δημιουργήστε και διαμορφώστε μαζί μας ένα αξιόπιστο πολιτικό σχέδιο», ώστε να εμπιστευθεί ο λαός μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στις αντιλαϊκές πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αν δεν το αντιληφθούν αυτό οι ηγεσίες των υπόλοιπων κομμάτων της κεντροαριστεράς, θα μας ξεπεράσει η κοινωνία. Η ανασύνθεση θα γίνει από τη βάση, από την κοινωνία προς τα πάνω. Και θεωρώ ότι η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα λειτουργεί ως επιταχυντής για αυτές τις διεργασίες που ήδη έχουν ξεκινήσει.
Υπάρχει μια κοινωνική αντιπολίτευση, ένας κόσμος που ζητά πολιτική αλλαγή. Αυτό πρέπει να μετουσιωθεί σε μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση, ένα πολιτικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος, που θα μπορεί να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας και να ζητήσει την ψήφο του Ελληνικού λαού στις επόμενες εκλογές.
Δεν γνωρίζω τον ακριβή σχεδιασμό του κ. Τσίπρα. Ο ίδιος δήλωσε ότι θα βγει να συνομιλήσει με την κοινωνία και θα παρακολουθήσει από κοντά τις διεργασίες που υπάρχουν. Καταλαβαίνει κι εκείνος την ανάγκη να δημιουργηθεί κάτι μεγαλύτερο, πέρα από τα όρια του 13%-14%, που αυτή τη στιγμή φαίνεται να συγκεντρώνει η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τις υπόλοιπες δυνάμεις του προοδευτικού χώρου, ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ενεργά σε αυτές τις διεργασίες.
Ήδη ο Σωκράτης Φάμελλος ξεκίνησε μια πανελλαδική καμπάνια, αρχίζοντας προχθές από την Ηλεία, όπου παρουσιάζει τις προτάσεις για την προοδευτική Ελλάδα. Πιστεύω πως τους επόμενους μήνες θα ωριμάσουν αυτές οι διεργασίες, ώστε να εκφραστεί πολιτικά κάτι σημαντικότερο και μεγαλύτερο, που θα δίνει ελπίδα στον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο.
Ο Αλέξης Τσίπρας, μέχρι πρόσφατα ήταν Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Εκφράζουμε τις ίδιες θέσεις σε πολλά ζητήματα που αφορούν τις αγωνίες και τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και την ανάγκη να υπάρξουν πολιτικές που θα μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες. Σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα, ο Αλέξης Τσίπρας είχε σημαντική συμβολή τα τελευταία δύο χρόνια μέσα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ιδίως στα ζητήματα των Δυτικών Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η συζήτηση που γίνεται στην κοινωνία, με προτάσεις τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του Αλέξη Τσίπρα, πρέπει να αποτελέσει τη βάση ενός νέου πολιτικού σχεδίου, με τη συμμετοχή και άλλων προοδευτικών δυνάμεων, το οποίο θα μπορέσει να εμπιστευθεί ο ελληνικός λαός.
Όλος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε πολιτικό επίπεδο κοντά στον Αλέξη Τσίπρα. Αυτή τη στιγμή όμως, είναι πρόωρο να μιλάμε για κάτι περισσότερο, καθώς δεν υπάρχει ακόμη κάποιος πολιτικός φορέας από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει, έχει τα όργανά του, έχει την πολιτική του πρόταση, όπως παρουσιάστηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και με αυτήν πορεύεται. Είμαστε ωστόσο ανοιχτοί να συζητήσουμε με άλλες πολιτικές δυνάμεις και με προσωπικότητες του προοδευτικού και δημοκρατικού χώρου.»